έρευνα

έρευνα
(Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται μόνο όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να γίνουν οι παραπάνω διαπιστώσεις· και οπωσδήποτε η διενέργεια των ανακριτικών αυτών πράξεων πρέπει να γίνεται αφού τηρηθούν όλες οι εγγυήσεις που προβλέπει το Σύνταγμα σχετικά με το οικιακό άσυλο και την προσωπική ελευθερία. Κάθε παραβίαση συνιστά κατάχρηση εξουσίας, ενώ και η νομότυπη χρήση χωρίς απόλυτη ανάγκη θεωρείται αντιδημοκρατική και θίγουσα τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Η ποινική δικονομία καθορίζει τις διατυπώσεις της κατ’ οίκον έρευνας, προβλέποντας ειδικότερα την παρουσία και δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου, τη σύνταξη έκθεσης, την πρόσκληση του ενοίκου να είναι παρών κατά την έ. κλπ. Μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται έ. κατ’ οίκον, κατά τη νύχτα. Σωματική έρευνα επιτρέπεται μόνο για σπουδαίους λόγους και με τρόπο που να μη θίγεται η αξιοπρέπεια του προσώπου. Μόνο γυναίκα μπορεί –έπειτα από εντολή ανακριτικού υπάλληλου– να κάνει σωματική έ. σε πρόσωπο του ίδιου φύλου. Αν γίνει κατάσχεση πραγμάτων ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της έ., τα πράγματα ή τα έγγραφα αυτά μπορούν να υποβληθούν σε μεσεγγύηση με πρωτοβουλία του ανακριτικού υπαλλήλου. Η σωματική έρευνα θα πρέπει να γίνεται μόνο για σοβαρούς λόγους και εφόσον δεν θίγεται η προσωπικότητα του ατόμου που την υφίσταται (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (AM ἔρευνα)
1. η ενέργεια τού ερευνώ, ανίχνευση, ζήτηση, αναζήτηση, ψάξιμο
2. επιμελής εξέταση, προσπάθεια για ανεύρεση ή διευκρίνηση αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων
νεοελλ.
1. λεπτομερής μελέτη, προσεκτική σπουδή που αποβλέπει στη διευκρίνηση θεωριών, την επίλυση προβλημάτων, την ερμηνεία φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική έρευνα» γ. «έρευνα τής οικονομικής καταστάσεως»)
2. στρ. η εξερεύνηση τού εδάφους με ανίχνευση προς αναζήτηση τού εχθρού σε ορισμένη περιοχή, κατόπτευση τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.
3. γεωλ. το σύνολο τών γεωλογικών μελετών και εργασιών που αποβλέπουν στην ανεύρεση και αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου
4. φρ. α) «σωματική έρευνα»
β) «έρευνα κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την αστυνομία σε ύποπτα άτομα για ανακάλυψη όπλων ή κλοπιμαίων
μσν.
επιμέλεια, φροντίδα, επιστασία
αρχ.
εξερευνητική, εξεταστική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνώ, υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. δίαιτα < διαιτώμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐρεύνα — ἐρεύνᾱ , ἔρευνα inquiry fem nom/voc/acc dual ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek pres imperat act 2nd sg ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρευνα — inquiry fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρευνα — η 1. η πράξη του ερευνώ, αναζήτηση, αλλ. ψάξιμο: Σωματική έρευνα. 2. λεπτομερής μελέτη, εξέταση, αναζήτηση: Επιστημονική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρευνᾷ — ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεύνας — ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem acc pl ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem gen sg (doric aeolic) ἐρεύνᾱς , ἐρευνάω seek imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευνᾶι — ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευνάσας — ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem acc pl (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem gen sg (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευνάσει — ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευνᾶν — ἔρευνα inquiry fem gen pl (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐρευνᾶ̱ν , ἐρευνάω seek pres inf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεύναν — ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”